Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ
Υπήρχε μια αθωότητα που χάθηκε
Μια συνομιλία με τον Θέμη Λιβεριάδη
Θ.Λ. Λοιπόν, μια που απόψε με τη γρίπη σου «αλλάζουμε ρόλους», εγώ θα συνεχίσω να σου κάνω ...τη νοσοκόμα και 'συ θα μου μιλήσεις για τον άλλο πυρετό σου, τη ζωγραφική... Ξέρω, μαντεύω μάλλον, πού θα καταλήξουμε, αλλά δεν πειράζει. Ας βάλουμε για λίγο το παλιό, το ναυτικό μας κοστουμάκι με τα χρυσά κουμπιά κι ας ταξιδέψουμε στον χρόνο και στον χώρο μας, παρ' όλο που ίσως μας «πληγώσει» πάλι... Ζωγράφισέ μου με τη μνήμη σου τους «Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες». Πες μου πάλι για τον Κένταυρο ερωτιδέα, για τις γοργόνες που φυλάνε τα νησιά μας... Στα νησιά μας, μην παραλείψεις κι εκείνο το μακρινό και πιο «μακρύ»...
Ν.Κ. Να σου πω, καλέ μου Θέμη, μια φορά κι έναν καιρό... εγώ ξεκίνησα, στη νεαρά μου ζωή, στα 14-15-16 χρόνια με ένα πάθος για τη ζωγραφική, και τα κατάλοιπα αυτού του πάθους ξυπνάνε κάθε τρεις και λίγο, δεν αποκόπηκαν. Αγάπησα τη ζωγραφική, παρ' όλο που σε μια φάση του ταραγμένου νιάτου μου, μου φάνηκε ότι η ζωγραφική ήταν πολύ λίγη για να καλύψει τις άμετρες φιλοδοξίες που είχα σαν νεαρός, να έχω φωνή, να φωνάξω, να με ακούσουνε, να πάρω μέρος (τί μέρος παίρνει ένας ζωγράφος τώρα, έλεγα) σε μια κοινωνία αναστατωμένη, σε μια νεολαία που διαμορφωνότανε στα πεζοδρόμια με τις ντουντούκες, με τις φωνές, με τα γραψίματα στους τοίχους. Στην κατοχή ήμουνα στρατευμένος νέος, έχω γράψει, έχω πασαλείψει με τα χέρια μου τους τοίχους της Αθήνας, έχω φωνάξει με τη ντουντούκα σ' όλες τις γειτονιές, τους συνοικισμούς, που μπορείς να φαντασθείς: Λαέ της Αθήνας, Λαέ της Καισαριανής, Λαέ του Γκύζη... Το χάρισμα της ζωγραφικής μου φαινόταν, ας πω, μια πολυτέλεια. Ήθελα να 'μουν στο πεζοδρόμιο, κι ακόμα το θέλω... Έχω την εντύπωση πως ήταν μια φιλαρέσκεια να ήμουν ζωγράφος. Αυτή η ενδοστρέφεια, αυτές οι πολύ προσωπικές φωνές δεν μ' άρεζαν. Ήθελα ένα μέρος σ' ένα σύνολο του κόσμου, στο πεζοδρόμιο, στην μάζα, στις διαδηλώσεις... Δεν υπήρχε διαδήλωση, από δέκα πέντε χρονώ, που να μην ήμουν μέσα, να ουρλιάζω, να πετάω πέτρες, να κυνηγιέμαι... Έκαμνα τότε ό,τι έπρεπε να κάνω. Σιγά σιγά όμως γαλήνεψα. Φρόντισε και η πατρίδα και μ' έστειλε, όπως λες, στο Μακρονήσι, σαν ένα μέρος της θεραπείας μου. Κι εκεί δεν υπήρχαν πεζοδρόμια, δεν υπήρχαν φωνές, γιατί όλα έπρεπε να γίνουν σε χαμηλούς τόνους, ή να μην γίνουν καθόλου. Εκεί σιγά σιγά επεξεργάσθηκα την ιδέα να κάνω κινηματογράφο: ήταν ένα θέατρο εκεί, που με απασχόλησε... Κατάλαβα την σημασία του πικραμένου λόγου... Κι έτσι μπήκα στο μυστήριο της θεατρικής και, στην συνέχεια, της κινηματογραφικής έκφρασης.
Θ.Λ. Μπήκες με βίαιο, με άγριο τρόπο... Ποιές μνήμες, τι εικόνες μπορείς να ανακαλέσεις τώρα;
Ν.Κ. Στο παρασκήνιο η Κόλαση... επί σκηνής: το περίεργο νοικοκυρεμένο στρατόπεδο «ευτυχισμένων» ανθρώπων, που κυκλοφορούσαν στην πλαγιά του βουνού και κοιτάζανε, με τα κοκκινισμένα από τη σκόνη μάτια τους, τους επισκέπτες, αμίλητοι... Πού και πού κάτι σαν σύνθημα και η σιωπηλή μάζα, ο χορός, έμπηγε τρεις φοβερές κραυγές «Ζήτω... Ζήτω... Ζήτω...» που αντιλαλούσαν για ώρα οι χαράδρες. Οι επισκέπτες χειροκροτούσαν κι εκεί παιζόταν ένα ιδιόρρυθμο θέατρο, που καμιά θεατρική ιστορία δεν το 'χει καταγράψει. Σκληρό, άμεσο, προκλητικό, παράλογο, σουρεαλιστικό -κάθε είδος χωριστά κι όλα μαζί, σ' ένα παρανοϊκό κλίμα, που έδενε ηθοποιούς και θεατές σε μυστική συνεννόηση. Όλοι ήξεραν το έργο που παιζόταν κι όλοι κάνανε πως δεν το ξέρουν. Στο τέλος βέβαια χώριζαν οι δρόμοι. Οι κρατούμενοι να πάνε να σπάσουν πέτρα στα κρυφά νταμάρια κι οι καλεσμένοι θεατές να γυρίσουν σπίτια τους και να ξεχάσουν την παράσταση. Ανάμεσά τους: επιθεωρητές του Ερυθρού Σταυρού, ξένοι πρεσβευτές, δημοσιογράφοι κι άλλοι επίλεκτοι παρατηρητές της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Θυμάμαι και την Μαρίκα Κοτοπούλη, στημένη, να απαγγέλλει με τρεμάμενη φωνή επιλεγμένα λόγια από τραγωδία, κάποια έκκληση της πατρίδας στα παιδιά της, για τη χαρά να σκοτωθείς στη μάχη... Από τη μια μεριά ο αρχαίος λόγος, ο δεκαπεντασύλλαβος, το δέος... Από την άλλη η τεράστια σκούρα μάζα, τέσσερις χιλιάδες σιωπηλοί άνδρες, τυλιγμένοι σε λερωμένες χλαίνες. Να η παγίδα ολοκάθαρη... Από τη μια η μεγάλη, βέβαια, Κοτοπούλη και οι «φθαρμένες» λέξεις: πατρίδα, χρέος, Έλληνες, ηχήσανε βαρειές σα χτυπήματα καμπάνας στα αυτιά μας, κι από την άλλη ο φαντάρος δίπλα μου, που για να γλυτώσει από αυτούς τους ήχους, χτυπούσε τη δική του καμπάνα «Αϊ σιχτίρ καριόλα...». Δύο κόσμοι, δύο δίκια, δύο τεχνικές -αν θέλεις, μια που μιλάμε για θέατρο... Το θέατρο, που είναι δύναμη, το'χαν αυτοί στα χέρια τους... Όπως σε μας, σε μένα έγινε το εργαλείο της εκδίκησής μου... Και έφυγα τον Μάρτη του '52 τόσο ύποπτος για το Έθνος όσο ήμουνα κι όταν μπήκα... Τρία χρόνια στον ξερόβραχο μού μάθανε ένα σωρό πράματα, μα την Πατρίδα, αυτή, δεν με κάνανε να την προσκυνήσω.
Θ.Λ. Και η ζωγραφική; Έρχεται όταν σταματούν οι φωνές;
Ν.Κ. Οι φωνές ξεθωριάζουν, δεν σταματούν... Η ζωγραφική κατά καιρούς επανέρχεται... και γίνομαι ζωγράφος πάλι... Στη χούντα, για παράδειγμα, βρέθηκα, όπως ξέρεις, στο Παρίσι, σε μια σοφίτα και ξανάσμιξα μ' αυτήν μου την αγάπη. Ζωγράφιζα με μια πίστη πια, μια πίστη, ας πούμε καλογερίστικη, έναν ασκητισμό... Αλλά πιστεύω πως δεν μπορεί να είσαι ερασιτέχνης ζωγράφος -εγώ ήμουν και είμαι ερασιτέχνης. Δεν μπορώ καν να πω ότι έχω μοιραστεί ανάμεσα στη ζωγραφική και στον κινηματογράφο, ή στο θέατρο. Ο κινηματογράφος με κατάκτησε, γιατί είναι ένα είδος θριαμβευτικής ζωγραφικής -σε κίνηση, μάλλον...
Θ.Λ. Καμιά φορά το να μην αισθάνεσαι, ή να λειτουργείς σαν επαγγελματίας, είναι προσόν. Οι Γάλλοι έχουν μια ωραία λέξη amateur...
Ν.Κ. Να σου πω κάτι... Δεν ήθελα να γίνω τίποτε έτσι, ή τίποτε αλλιώς. Γι' αυτό λέω τώρα, σαράντα χρόνια ζωής στον κινηματογράφο, εγώ επαγγελματία δεν θεωρώ τον εαυτό μου..., ότι έχει επάγγελμα τον κινηματογράφο. Δεν μπόρεσα να ξεκολλήσω από κείνη την αδυναμία που έχω, -μάλλον έμμονη ιδέα-, ότι είμαι μέρος μιας κοινωνίας, ενός συνόλου. Δεν θέλησα να αποσπασθώ ποτέ, να γίνω ένας! Είμαι βέβαια ένας μέσα στους όλους. Παρ' όλα αυτά, είτε θέλω είτε δε θέλω, ο κινηματογράφος μου είναι ο κινηματογράφος του Κούνδουρου. Δεν είναι κανενός άλλου. Έχει την σφραγίδα των αδυναμιών μου και των όσων αρετών έχω. Αλλά ήθελα να κάνω μια τέχνη για όλους, μια τέχνη η οποία, ούτως ή άλλως, δεν είναι του ενός. Η τεχνική του κινηματογράφου επιβάλλει συνεργασίες. Λοιπόν, είναι μια τέχνη από ανθρώπους για ανθρώπους. Δεν είναι από άνθρωπο σε ανθρώπους. Αυτό είναι... Πάντα ανάμεσα σε ταπεινοσύνη και σε φιλαρέσκεια κινήθηκα μια ζωή ολάκερη... Ως προς τον κινηματογράφο, βέβαια, δεν νιώθω amateur... Σαράντα χρόνια είναι αυτά. Δεν είμαι επαγγελματίας, με την έννοια του ανθρώπου ο οποίος έχει μια τάξη και παράγει ένα έργο τακτό. Εγώ δεν παράγω τίποτε. Όταν έχω το θείο κίνητρο, ξεκινάω, ορμάω, κι όπως είμαι και του πάθους, περνάω με πάθος δύο, τρία, ή τέσσερα χρόνια σε μια ταινία. Σκέπτομαι πολύ, δουλεύω πολύ, είμαι περφεκσιονίστας, θέλω να είναι τέλειο ό,τι γίνεται, θέλω να εκφράσω, το 'πα και πριν, έναν κόσμο ολόκληρο, όχι την αφεντιά μου, θα 'ταν πολύ εύκολο να δώσω την ταπεινότατη αφεντιά μου, αλλά δε θέλω... Γι' αυτό, καμιά φορά, βλέπω νέα παιδιά που λένε «κάνω κινηματογράφο για να εκφραστώ»... Τί να εκφραστείς, ρε κωλόπαιδο; Άλλος κάνει κινηματογράφο για τους φίλους του... Άλλος για την μαμά του. Κουτά πράματα και ματαιόδοξα... Από την άλλη μεριά, είμαι πραγματικά τόσο διστακτικός, δεν ξέρω τί σημαίνει αυτή την ώρα, πάντως βλέπω τον αμερικάνικο κινηματογράφο, και έχω έναν θαυμασμό γι' αυτούς που κάνουν ορισμένες φοβερές ταινίες. Μια τεράστια τεχνική και πίσω από αυτήν ένας δυναμισμός, μια εκφραστικότητα. Τι να πει κανείς για τον Σπίλμπεργκ, για όλα αυτά τα θηρία, που κάθεσαι απέναντι, σαν παιδί, και χαζεύεις... Ξεχωρίζεις τον δυναμισμό μιας ράτσας, που είναι νέα και έχει τα μέσα να εκφράσει τα πάντα. Θα μου πεις, το ύποπτο εδώ είναι αυτό «τα πάντα»... αλλά πού είναι, όμως, ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος της προηγούμενης εικοσαετίας, πού είναι οι σπουδαίοι, πού είναι ο Φελλίνι, ο Μπέργκμαν, ο Βισκόντι, πού είναι ο Γκοντάρ, πού χάθηκαν αυτά τα όμορφα πρόσωπα, που δημιούργησαν το '60 και '70, πού είναι οι Γερμανοί...
Θ.Λ. Θέλεις να πεις, ποιοί τους υποκατάστησαν, ποιοί πήραν τη θέση τους... Αυτό βέβαια ισχύει, ή το αισθανόμαστε γενικώτερα. Και είναι κρίμα... Γι' αυτό χρησιμοποιούμε συχνά, τα τελευταία χρόνια, την έκφραση «γινόμαστε φτωχότεροι», ώσπου την καταντούμε και αυτήν ανυπόφορα οικεία... Πες μου, ωστόσο, για τον Κουστουρίτσα, για το τελευταίο του, το Underground.
Ν.Κ. Ο θαυμασμός που έχω γι'αυτόν, αρχίζει από το «Κ», από το αρχικό του ονόματός του... Είναι μια από τις εξαιρέσεις. Αυτός έχει έναν οίστρο δαιμονισμένο, είναι καβάλα στον Πήγασο και τρέχει, και στις προηγούμενες ταινίες του. Είναι υπερβατικό άτομο αυτός, ό,τι κι αν κάνει. Ακούω από μερικούς ότι επαναλαμβάνεται, ότι είναι ένας «πολτός» η ταινία του, ότι... τι θέλει να μας πει αυτός... ο αναιδής. Και σε πιάνει τρέλα. Κάθε εικόνα του, κάθε δευτερόλεπτο, κάθε σχήμα του και φιγούρα ανθρώπου, είναι ένας σπαραγμός.
Θ.Λ. Χαίρομαι που το ακούω αυτά από σένα. Οι περισσότεροι, βλέπεις, αποφεύγουμε την αντιπαράθεση, την σύγκριση, ή να μιλάμε με παραδείγματα και ονόματα. Και έτσι, κατά κάποιον τρόπο, αποστρέφουμε το πρόσωπό μας από την Αλήθεια... Ο Κουστουρίτσα έχει μια, καλώς εννοούμενη, τρέλα, και δίνει «σκαμπίλια» δεξιά και αριστερά. Το μήνυμά του δεν βγαίνει μόνο μέσα από τα ευρηματικά του σύμβολα-εργαλεία, η γυναίκα, ας πούμε, που νομίζω είναι η χώρα του, η Γιουγκοσλαβία, αλλά σε κάθε μια από τις παντοδύναμες εικόνες του, που καθηλώνουν και επιβεβαιώνουν την ευαισθησία και τη γκάμα του...
Ν.Κ. Μα δεν είναι μια απλή ευαισθησία. Πρόκειται για έναν δαίμονα... Δεν κρίνεται. Είναι λάθος -δεν επιτρέπεται να κρίνεις μια μεγαλοφυϊα, γιατί στην πραγματικότητα κρίνεσαι εσύ, και τρως τα μούτρα σου. Δεν μπορείς να δεις κάθε περίπτωση με μέτρα καθημερινά, ή μιας μικρόψυχης αγωγής...
Θ.Λ. Έκανες προηγουμένως μια νύξη για το αρχικό «Κ», που με πήγε πίσω, στη δεκαετία του '60, τότε που σας είχαν χαρακτηρίσει «τα τρία χρυσά Κ του κινηματογράφου μας», τον Μ. Κακογιάννη, τον Τ. Κανελλόπουλο και σένα. Ο Τάκης χάθηκε πια, κι αυτή την στιγμή τον θυμάμαι με πολλή συγκίνηση... Και είναι κρίμα, που όλη αυτή η ευαισθησία και το ταλέντο έφυγαν πρόωρα και έδυσε κάπως χλωμά, στην καρέκλα του καφενείου του. Ίσως, αν είχε, από παλιά, τη θέληση ή τη δυνατότητα να φεύγει, να ταξιδέψει δεξιά κι αριστερά, αυτό να τον στήριζε περισσότερο και στη ζωή και στο έργο του. Γιατί πιστεύω πως η Τέχνη, ιδιαίτερα του σκηνοθέτη, που στήνει μπροστά μας την ίδια τη ζωή, βοηθιέται με τα ταξίδια, τα πολλαπλά βιώματα, τη διαρκή επιμιξία με τον κόσμο. Αν αυτό που λέω ισχύει, άρα και λειτούργησε αφαιρετικά στο έργο του Κανελλόπουλου, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που πρόλαβε να μας δώσει είναι ένα, μικρό μόνο, δείγμα του τι έκρυβε ή «φυλάκισε» μέσα του...
Ν.Κ. Θα μου επιτρέψεις να συμπληρώσω, ή να φωτίσω κάποιο σημείο. Ο Τάκης δεν ήταν «αραγμένος» σ' ένα καφενείο. Ο Τάκης ήτανε ταξιδιώτης. Καθισμένος στην καρέκλα του ταξίδευε σε ομίχλες μέσα, σε δάση Μακεδονίτικα, ταξίδευε σε δρόμους υγρούς, ταξίδευε στην παραλία, στις σιωπές, στο κύμα που έσπαγε στην προκυμαία... ήταν ένας λυρικός ταξιδιώτης, ένας ποιητής του ταξιδιού, αν και καθηλωμένος. Ένα πρόσωπο σημαδιακό. Εδώ ταιριάζει, το σκέφθηκα κι άλλη φορά, εκείνος ο φοβερός τίτλος του Χρόνη, του Μίσιου «Καλά, εσύ έφυγες νωρίς...». Αυτός ήταν ο Τάκης, έφυγε νωρίς. Καλά, έφυγε νωρίς. Καλά που έφυγε νωρίς...
Θ.Λ. Γιατί το λες αυτό, Νίκο... Μας «βγήκε» απόψε, συμπτωματικά μεν, αλλά με αγάπη και νοσταλγία, ένα μνημόσυνο για τον Τάκη, μέρες που είναι, πάλι, με το Φεστιβάλ στη Θεσσαλονίκη, αλλά γιατί τόνισες τόσο πικρά το «καλά».... Τί είναι αυτό που σε «φοβίζει» και σε πληγώνει περισσότερο σήμερα στον χώρο, στον τόπο μας γενικώτερα;
Ν.Κ. Άκουσε, η Ελλάδα ζει μια κατρακύλα... Προ ολίγου, είπες και συ «ποιοί είναι, ποιοί ήρθαν στη θέση αυτών που φύγανε...». Τώρα, δε θέλω να μοιρολογήσω, αλλά ειλικρινά, αν καλοσκεφθεί κανείς το ποιοί είναι στη θέση αυτών που φεύγουν, παθαίνει μια κράμπα στο στομάχι, ματώνει. Αυτή την ώρα περνάει ο τόπος μας, και όχι μόνο, και η Ευρώπη, κι ίσως πιο πέρα κι απ'αυτήν, ένα είδος κατάπτωσης. Τα σπουδαία πράγματα μοιάζουνε να 'χουνε μπει στην άκρη, σε αναμονή, ίσως, κείνης της ευλογημένης ώρας που θα τα ξανακαλέσει. Αλλά τώρα, ζούμε αληθινά κάποιες στιγμές ευτέλειας, σε όλους τους τομείς. Η πολιτική ορίζει και την ηθική μιας χώρας. Και είναι ύποπτη η ηθική που ορίζεται από την πολιτική... Στρέψου λιγάκι πίσω, δες με τα μάτια σου ξανά τι έγινε πριν 50, πριν 80 και 100 χρόνια... Θα δεις τον Κωλέτη, τον αδερφό Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο, θα δεις ευτέλειες, θα δεις κομπίνες, σακατέματα, θα δεις τον Κολοκοτρώνη στη φυλακή, τον Μακρυγιάννη να πεθαίνει σαπισμένος από τις πληγές του... Δηλαδή, η Ελλάδα και η ευτέλεια, πορεύτηκαν τα τελευταία 150 χρόνια από κοντά, δίπλα-δίπλα. Οι ώρες της μεγαλοσύνης ήταν ελάχιστες. Αν τις μετρήσεις, θα δεις πόσο λίγες ήτανε. Και τώρα πια, καταφέραμε να ευτελίσουμε τα πάντα... Όλοι μας ζούμε έναν κατήφορο. Δεν είναι, λοιπόν, η Ελλάδα που θέλαμε, που ονειρευτήκαμε... αλλά πότε θα είναι αυτή η Ελλάδα! Εγώ, θυμάμαι, όλη μου τη ζωή, να ονειρεύομαι την Ελλάδα, να ονειρεύομαι εννοώ την Πατρίδα, που θα την σεβαστώ... Δεν σέβομαι τίποτε, στο λόγο της τιμής μου. Με αυτή την έννοια, δεν σέβομαι τίποτε απολύτως σ' αυτόν τον τόπο. Το κάθε πράμα, το κάθε γεγονός, η κάθε δήλωση, η κάθε εικόνα από την τηλεόραση, περνάει από μια διεργασία δυσπιστίας, και ο Θεός κι η ψυχή μας, τι γλυτώνει από αυτό το φίλτρο. Ελάχιστα πράγματα περνάνε από την άλλη μεριά...
Θ.Λ. Αν θέλουμε να τα δούμε όλα αυτά πάλι, μέσα από την έκφραση στον κινηματογράφο μας... Παλιά βγαίνανε κάτι ταινίες, και δε θέλω τώρα να... ευλογήσω εσένα, από τα πρώτα σου ακόμα, τον αξεπέραστο «Δράκο», αλλά να θυμηθούμε Τζαβέλλα, Σακελλάριο, Λογοθετίδη και λοιπούς, που γυρνούσαν μια απλή-αληθινή ιστορία, έτσι, σε ένα σχεδόν δωμάτιο, με τα ελάχιστα τότε τεχνικά μέσα, και έβγαινε ένα αποτέλεσμα εκπληκτικό, μια αμεσότητα που, ακόμα και τώρα, μετά από 40 χρόνια, σε καθηλώνει στην καρέκλα. Θυμάμαι πάλι το «Ένας ήρως με παντούφλες». Είναι όλη η πικρή ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Στήνεται ο ανδριάντας του συνταξιούχου στρατηγού, όχι για να τον τιμήσει η «Πατρίδα», αλλά για να πάρουν τις μίζες και τις προμήθειες τους οι επιτήδειοι. Και κόβεται... το φως (κυριολεξία και μεταφορά) και σου' ρχονται τα δάκρυα στα μάτια για την κατάντια μας.
Ν.Κ. Θέμη μου, αυτό ακριβώς που λες... Υπήρχε μια αθωότητα, που χάθηκε, και τώρα αγωνιούμε να την υποκαταστήσουμε με μαγκιές, με εξυπνάδες, με εφευρήματα, με πυροτεχνήματα. Η αθωότητα αυτή, που δεν ήταν δικιά σου ή δικιά μου, αλλά ήταν ολόκληρου του χώρου. Αυτός ο κινηματογράφος, ο πρωτόγονος σχεδόν, που ήταν εκφραστής ενός λαού βαθύτατα αθώου μέσα στο έγκλημα, στο οποίο η ιστορία τον ανάγκασε να κυλιστεί, μες στον εμφύλιο πόλεμο, μέσα στον σπαραγμό και στη φτώχεια. Αυτή η αθωότητα, λοιπόν, είναι που συγκινεί. Πού'ν'την τώρα; Τώρα υπάρχει ο εξυπναδισμός. Είναι εξυπνάκηδες οι περισσότεροι που κάνουν κινηματογράφο. Ή δεν είναι εξυπνάκηδες οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, οι άνθρωποι που έχουν μικρόφωνο ή εξουσία στα χέρια τους; Ο εξυπνάκιας «πουλάει» σήμερα, για να μεταχειρισθώ μιαν έκφραση της πιάτσας, της αγοράς. Ο εξυπνάκιας επιζεί αυτήν την ώρα και επιζεί φανταχτερά.
Θ.Λ. Σ' ακούω να τα λες αυτά, και καλά κάνεις, και λέω μακάρι να τολμούσαν περισσότεροι να λένε το κακό με τ' όνομά του, να το «ξορκίσουνε», να σχίσει επιτέλους η πληγή και να φύγει όλο αυτό το πύο...
Ν.Κ. Οι άνθρωποι αλληλοκαταγγέλονται και λες: η φιλοσοφία σαν εργαλείο, σαν μέθοδος, πού πάει τώρα; Κατά καιρούς ακούμε κάτι «υπέροχες» εξυπνάδες, κάτι δογματικές σκέψεις για τον σύγχρονο άνθρωπο, την σύγχρονη σκέψη και την κοινωνία, και λέω: καλά, όλα αυτά μοιάζουνε πολύ συγγενικά με ό,τι ειπώθηκε από παλιά, αλλά δεν είναι πια ανατρεπτικά, ούτε έχουν καμιά πιθανότητα να ανατρέψουν, ούτε η φιλοσοφία μπορεί να ανατρέψει, ούτε η Τέχνη. Σήμερα, δυστυχώς, μόνο οι πολιτικοί μπορούνε να ανατρέψουν. Γιατί η ανθρωπότητα ολόκληρη είναι παραδομένη στις διεργασίες, τί να πω... τριακοσίων, πεντακοσίων, χιλίων, δέκα χιλιάδων ατόμων σε όλο τον κόσμο. Αυτοί ορίζουν την μοίρα μας. Ούτε εμείς σαν άνθρωποι, ας πούμε πνευματικοί, που επεξεργάζονται τέχνες, παίζουμε μεγάλο ρόλο. Ακούμε πότε-πότε και τη βαρύγδουπη φράση εκ στόματος πολιτικών, πάντα, ότι ο πολιτισμός είναι η άμυνα της χώρας... Το πιστεύω. Βεβαίως είναι. Αλλά μιλάμε πάντα για άμυνα... Εμείς επιθετικοί δεν μπορούμε να είμαστε, δόξα τω Θεώ, και θα θέλαμε να είμαστε, βεβαίως. Δεν μπορεί να κάνει επιθετικές διεργασίες η Τέχνη, η έρμη, έστω κι αν είσαι ακραίος, αν νοιώθεις ανατροπέας... Ποιός σου δίνει σημασία, τέλος πάντων, η Τέχνη έγινε σημαντική για να υπάρχει, απλώς να υπάρχει. Γιατί, φαντάσου έναν κόσμο χωρίς Τέχνη, χωρίς βιβλία, χωρίς μουσική, χωρίς... Θα ήτανε μια δυστυχία σκέτη. Και πού ξέρεις; Μπορεί σε 50 χρόνια να γίνει κι αυτό. Ακούω, στην Ιαπωνία, ας πούμε, ότι αρχίζει να νεκρώνεται, με αφάνταστους ρυθμούς ταχύτητας νεκρώνεται ο διανοούμενος Γιαπωνέζος, και υποκαθίσταται με τον computer, με το σπαστικό μαριονετάκι Γιαπωνέζο, τον παραγωγό-γρανάζι σε μια τερατώδη μηχανή. Βλέπεις όμως, η Ιαπωνία θεωρείται το πρότυπο του αυριανού κόσμου, και τρομάζω...
Θ.Λ. Τί βλέπεις, ωστόσο, μέσα από αυτά... Υπάρχει ελπίδα, κάποιο φως;
Ν.Κ. Να σου πω κάτι: την ίδια ερώτηση θα μπορούσες να μου την είχες κάνει πριν 10 χρόνια, πριν από 80 ή πριν από 120 χρόνια. Την ίδια ερώτηση ακριβώς. Και θα 'ταν εξ' ίσου καλά τοποθετημένη, και η απάντηση, μη νομίζεις πως θα διαφέρει. Θα σου δώσω την ίδια απάντηση που θα σου έδινα και το 1860... Ότι ο Έλληνας είναι ένας λαός σφριγηλός, ότι θα επιβιώσει, ότι κάθε αύριο θα 'ναι και λιγάκι καλύτερο, ότι θα τρώμε, τουλάχιστο, και θα επιζούμε με μεγαλύτερη ευκολία απ' ό,τι οι παππούδες μας, ότι θα παθαίναμε χοληστερίνη και καρδιακά νοσήματα, γιατί η καλοζωία και η έλλειψη κίνησης μας καταδικάζει σε διάφορα εμφράγματα... Αυτά τα πράγματα θα σου 'λεγα. Από 'κει και πέρα, ο κάθε ένας από μας, όσο κι αν δηλώνει πως είναι μέλος ενός ευρύτερου συνόλου, παρ' όλα αυτά, αυτό που μας νοιάζει είμαστε εμείς... Βγάζεις ένα σπυρί, ξέρω γω τι... και λες: Α, το σπυρί μου, και η έγνοια για το σπυρί, και ξαφνικά χάνεται η οικουμενικότητα του μυαλού σου και τα πάντα σου, και μένει το «σπυρί», έγνοια για το σπυρί... Γιατί βγήκε αυτό το σπυρί, τί είναι το σπυρί -είναι κακόηθες το σπυρί, να πας σ' έναν γιατρό για το σπυρί, και φθάνει αυτό το σπυρί να σε κατακλύζει ολόκληρο, και τότε βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι μικρούλης, είναι αυτό που είναι, και μικρός και μέγας μαζί...
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..