Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
ΚΟΜΙΚΣ: Μια νεαρή Τέχνη 100 χρόνων!
Αγαπήθηκαν, αμφισβητήθηκαν, πολεμήθηκαν όσο ίσως καμια άλλη τέχνη. Δισεκατομμύρια ο ετήσιος τζίρος τους, εκατομμύρια οι αναγνώστες τους, χιλιάδες τα έντυπα που τα φιλοξενούν, εκατοντάδες οι ήρωές τους που -παρότι χάρτινοι- αντέχουν στον χρόνο!...
Κόμικς: Αφήγηση με εικόνες και λόγο - γι' αυτό και «εικονογραφηγήματα» κατά τον κ. Πέτρο Μαρτινίδη.
Μια τέχνη που γεννήθηκε ακριβώς 100 χρόνια πριν, όταν το «Yellow Kid» του Ρίτσαρντ ’ουτκολτ, εμφανίστηκε σαν comic-strip στις σελίδες της New York Journal.
Μια τέχνη που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε στον πλανήτη με πάμπολλες μορφές και σχήματα.
Μιλούμε, βέβαια, για τέχνη, αφού αυτό το αφηγηματικό είδος, παρά τα δάνεια και τους επηρεασμούς που μοιραία δέχτηκε από άλλες γηραιότερες τέχνες, (ζωγραφική, λογοτεχνία), αλλά και νεότερες (κινηματογράφος, φωτογραφία) κατάφερε να αναπτύξει αυτονομία έκφρασης με δικούς του κώδικες επικοινωνίας, αλλά και εικαστικές διαστάσεις που αναμφίβολα το εντάσσουν στις καλές τέχνες.
Φυσικά, όπως παντού, υπάρχουν κι εδώ τα «ψηλά» και τα «χαμηλά», τα «διαμάντια» και τα «σκουπίδια», έτσι μπορεί κανείς να βρει όλη την γκάμα στις ποιότητες και να πετάξει ή να κρατήσει αυτά που η παιδεία, η αισθητική ή η κριτική του ικανότητα τού υπαγορεύουν.
Τα θέματά τους: ο πόλεμος, οι φυλετικές διακρίσεις, η βία, ο φανατισμός, οι σχέσεις των ανθρώπων, τα ναρκωτικά, το σεξ, ο έρωτας, είναι θέματα που πραγματεύονται και άλλες τέχνες. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι θέσεις των κόμικς είναι παρεμβατικά ανατρεπτικές.
Υπάρχουν κι εδώ οι δακρύβρεχτες συναισθηματικές ιστορίες, ο ερωτισμός, οι στομφώδεις τόνοι του έπους, όπως και οι χαμηλοί της καθημερινότητας. Υπάρχει η περιπέτεια σ' όλες τις μορφές της, ο αυστηρός ρεαλισμός, η αχαλίνωτη φαντασία, η χαρά, η λύπη, η οργή, η αγανάκτηση. Δίνονται όμως μ' έναν διαφορετικό τρόπο, που συνδυάζει την περιγραφή με την κριτική, τη διασκέδαση με την κουλτούρα, την ειρωνεία με την πίκρα, τον σαρκασμό με το εκλεπτυσμένο χιούμορ, τη φαντασίωση με τον ρεαλισμό, το συναίσθημα με τη λογική. Κι όλα αυτά με σύγχρονες μορφές οπτικοποιημένης αφήγησης, που στηρίζεται στην ισορροπία και αλληλοσυμπλήρωση λόγου και εικόνας. Λόγος που άλλοτε περιορίζεται σε απλούς διαλόγους κι άλλοτε αποκτά λογοτεχνικές διαστάσεις και εικόνα, που άλλοτε είναι ένα περιγραμμικό σκίτσο κι άλλοτε ένας ζωγραφικός πίνακας.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια καινούρια αντιμετώπιση και μάλιστα, όπως λέει και η Α. Σχινά, «όχι μόνο της τέχνης και των αισθητικών παραμέτρων που υπηρετούν τα κόμικς, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, μέσα από τα χαρακτηριστικά από τα οποία αυτή προσδιορίζεται σήμερα».
Τα κόμικς αρέσουν γιατί αφηγούνται με παραστατικό τρόπο, ερμηνεύουν και κρίνουν τον κόσμο μας, πλάθουν άλλους «φανταστικούς κόσμους» καλύτερους ή χειρότερους απ' τον δικό μας, είναι πιο άμεσα από τον γραπτό λόγο, τα διαβάζει κανείς με τον ρυθμό που θέλει, όσες φορές θέλει, στον χώρο και στον χρόνο που επιλέγει και κυρίως γιατί είναι κοντά στη γλώσσα και στις ταχύτητες του αιώνα μας.
Αν και γεννήθηκαν στην Αμερική, τα κόμικς σήμερα είναι ευρωπαϊκά, αφρικάνικα, ασιατικά, καθώς οι δημιουργοί αφηγούνται τις ιστορίες τους ανατρέχοντας στην κουλτούρα και στις ιδιαιτερότητες του τόπου τους.
Δεν είναι, βέβαια, καθόλου εύκολο να γενικεύσει κανείς, βάζοντας στο ίδιο καλάθι, παραγωγές που απέχουν (κι όχι μόνο γεωγραφικά) μεταξύ τους όπως την Γαλλική και την Ιαπωνική, την Ιταλική και την Αμερικάνικη, την Ελληνική και την Ισπανική. Ούτε χρειάζεται να πούμε ότι κάποιες είναι καλύτερες από τις άλλες -αυτό άλλωστε είναι υποκειμενικό και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες- σημασία έχει ότι στην Ευρώπη ξέρουμε να εκτιμήσουμε τις υπερατλαντικές παραγωγές, ενώ εκείνοι δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο με τις δικές μας, για τον λόγο ότι συνήθισαν να καταναλώνουν μόνο αυτόχθονα προϊόντα και αγνοούν αυτά που τους έρχονται απ' το εξωτερικό.
Απ' την άλλη μεριά οι Ευρωπαίοι δημιουργοί δεν μπορούν ούτε θέλουν να έχουν τον αυστηρό επαγγελματισμό των Αμερικάνων και υπολογίζουν περισσότερο στο προσωπικό πάθος παρά στους νόμους της αγοράς.
Στην Ελλάδα μόνο το 10% των κόμικς που κυκλοφορούν είναι εγχώριας παραγωγής! Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν ικανοί καλλιτέχνες ή γιατί το κοινό διακατέχεται και σ' αυτόν τον τομέα από ξέφρενη ξενομανία. Εδώ συντρέχουν τρεις άλλοι βασικοί λόγοι που προσδίδουν αυτή την ιδιαιτερότητα: στον τόπο μας είχαμε πάντα πολύ σπουδαίους γελοιογράφους και αλλοπρόσαλλους πολιτικούς, που με τη δράση τους τροφοδοτούσαν ανελλιπώς την γελοιογραφία. Έτσι η ανάγκη εκτόνωσης μέσα απ΄ την εικόνα και τον λόγο είχε καλυφθεί, ώστε να μη φαίνεται επιτακτική η αναζήτηση μιας παρεμφερούς έκφρασης, όπως είναι αυτή των κόμικς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι πιο γνωστοί Έλληνες «κομίστες» (Ιωάννου, Ακοκαλίδης, Καλαϊτζής, Στάθης) είναι γελοιογράφοι. Ο δεύτερος λόγος είναι οι απόψεις των εκδοτών μας (περιοδικών, εφημερίδων αλλά και βιβλίων), που φαίνεται ότι βρήκαν οικονομικά προσφορότερη τη λύση να δημοσιεύουν ή να εκδίδουν ξένα κόμικς -που η επιτυχία τους στο εξωτερικό ήταν κάποια εγγύηση ποιότητας- από το να επενδύσουν στην Ελληνική παραγωγή. Εδώ, πάντως, ας σημειωθεί ότι το κόστος παραγωγής των κόμικς, λόγω των ειδικών τυπογραφικών εργασιών, είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο των κοινών βιβλίων. Ο τρίτος λόγος αφορά στους καλλιτέχνες. Οι Έλληνες κομίστες (εκτός ελαχίστων) δεν κατάφεραν να πείσουν με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους, αφού επηρεασμένοι από τα ξένα κόμικς, μιμήθηκαν τα θέματα, τους χαρακτήρες των ηρώων, τη σχεδιαστική γραμμή των ξένων συναδέλφων τους, πετυχαίνοντας έτσι να μείνουν μακριά από τα ενδιαφέροντα και τις απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού. Οι ελάχιστοι που κατάφεραν να αναπτύξουν «προσωπικό ύφος», να επιλέξουν κατάλληλα θέματα, ώστε να πιάσουν τον «σφυγμό» του κοινού, έδωσαν έργα που όχι μόνο πέτυχαν στην Ελλάδα, άλλά στάθηκαν και στην ξένη αγορά (Αρκάς, Ακοκαλίδης).
Από την ελληνική παραγωγή, η Θεσσαλονίκη διεκδικεί ίσως το μεγαλύτερο μερίδιο, αφού οι σειρές των «Αγροτικών Συνεταιριστικών Εκδόσεων» παλιότερα («Κωμωδίες Αριστοφάνη», «Φρουτοπία», «Οι μύθοι του Αισώπου», «Σύγχρονα Ελληνικά Κόμικς», κά.) και τελευταία οι παραγωγές των εκδόσεων «Κώλιος» («Χαμένο Φάσμα», «Παίζω με τα κόμικς», Κοκτέιλ άλμπουμ) δημιουργήθηκαν από Θεσσαλονικείς κυρίως καλλιτέχνες και κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και κάποιες στο εξωτερικό -όπου απέσπασαν και διακρίσεις- με κέντρο την πόλη μας.
Η Θεσσαλονίκη απέδειξε άλλωστε την εκτίμησή της στην εικόνα, το σκίτσο, τη γελοιογραφία, τα κόμικς, όπως και στους δημιουργούς τους, διοργανώνοντας πολλές σχετικές πολιτιστικές εκδηλώσεις με μεγάλη απήχηση (Πανελλήνιες εκθέσεις κόμικς κάθε τρία χρόνια, ατομικές και ομαδικές εκθέσεις γελοιογράφων, δρώμενα με το πρόγραμμα «Καλειδοσκόπιο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.λπ.).
Τα πρώτα 100 χρόνια ήταν πράγματι δύσκολα για τα κόμικς, έπρεπε να αποδείξουν την αυτοτέλειά τους, να πείσουν για την αξία τους, να καθιερωθούν και να κατακτήσουν το κοινό.
Τα κόμικς εισέρχονται στον δεύτερο αιώνα της ζωή τους με φιλοδοξίες: αναζητούν καινούργιες φόρμες, ευρύτερη ποικιλία θεμάτων, συναρπαστικότερη μυθοπλασία. Επιδιώκουν ακόμη την διεύρυνση του κοινού τους, διεισδύοντας σε πνευματικότερους χώρους, χωρίς όμως να ξεχνούν τον πρωταρχικό τους σκοπό που είναι η ψυχαγωγία του αναγνώστη.
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..