Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
Πριν τριάντα περίπου χρόνια ο Hans Werner Henze οραματίστηκε την τελευταία επί γης συναυλία με το μουσικοθεατρικό του έργο «Το τέλος του κόσμου». Γερμανός, σκληρός σειραϊστής στα νιάτα του, αντιμετωπίζει την κρίση του τριακοστού έτους. Μπουχτισμένος από τους άκαμπτους κανόνες επαναφοράς εκάστης νότας και τις επιπλήξεις από τα πειθαρχικά συμβούλια αυστηρών ενορχηστρωτών, εγκαταλείπει την πατρίδα του και κατέρχεται νοτίως, στην Ιταλία και δη στην Νάπολη όπου και εγκαθίσταται. Ακολουθώντας ίσως μια σκέψη του «Κυρίου Συλλογίδη», ο οποίος δια στόματος Robert Pinget μας λέει: «Για να βγεις από έναν αδιέξοδο δρόμο πρέπει να πάρεις έναν άλλο».
Από την Νάπολη ανεβαίνει στη Ρώμη, και στη δεκαετία του '60 παρασύρεται κι αυτός -γιατί όχι;- από τον κυκλώνα της πολιτικοποίησης και της στρατευμένης τέχνης. Έτσι ήταν τότε τα πράγματα -τώρα μη στραβομουτσουνιάζουμε. Ο Τσε Γκεβάρα παρών και στο δικό του δωμάτιο και ο αγώνας της Κούβας στις μουσικές του φράσεις.
Τι σημαίνει, λοιπόν, το κατά Henze «Τέλος του κόσμου»; Κάπου σε ένα ειδυλλιακό νησί γίνεται μια παγκόσμια διάσκεψη όπου συγκεντρώνεται η μουσική ελίτ. Στο αεροδρόμιο τους υποδέχονται οι ιθαγενείς με τουριστικά χαμόγελα και ακροβατική ευγένεια. Τους προσφέρονται, εν είδει περιδέραιου, στεφάνια από εξωτικά άνθη, ενώ η μπάντα παιανίζει τις τελευταίες επιτυχίες του MTV και θέματα τηλεπαιχνιδιών μεγίστης εμβέλειας. Πολυτελή αυτοκίνητα τους κατευθύνουν στους χώρους καταλύσεως. Ξενοδοχεία πολυεθνικής κατασκευής και ιδιοκτησίας (προφανώς) ξεφυτρώνουν στα κενά -όσα σοφά δημιούργησε η φύση ή όσα σοφότερα υπέσκαψε ο πολυεθνικός δάκτυλος- της πυκνής βλάστησης του νησιού, προσαρμόζοντας κάθετα τον γεωμετρικό τους όγκο στο γαλήνιο οριζόντιο τοπίο.
Βρισκόμαστε σε μια μεγαλοπρεπώς μακρόστενη και μαρμάρινη αίθουσα συναυλιών η οποία κλιματίζεται εν κρυπτώ και σιωπηλώς και φωτίζεται εμφανώς από δεκάδες κρυστάλλινους πολυελαίους εις περίοπτον θέση. Κάτι πολύ σημαντικό έχει εξαγγελθεί: η πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα μιας σονάτας για φλάουτο και ορχήστρα της οποίας προσφάτως είχαν ανακαλυφθεί, όλως τυχαίως, οι χαμένες παρτιτούρες.
Όπου νά' ναι η παράσταση αρχίζει. Η ορχήστρα σύσσωμη στα καλά της. Ο μαέστρος του κουτιού. Όλοι στα εορταστικά τους μαύρα. Τα αναλόγια φρεσκολουστραρισμένα και το πόντιουμ στη σωστή του θέση. Τα κρυστάλλινα λαμπιόνια χαμηλώνουν σταδιακά και προετοιμάζουν το κοινό για την τελετουργική επαφή με τον χαμένο κόσμο της σονάτας (παρά λίγο να πω... της Ατλαντίδος).
Ένας κόσμος, ο οποίος θα αφυπνιστεί ως δια μαγείας και θα ζωντανέψει ενώπιόν μας ανακατασκευασμένος και επεξεργασμένος ως άλλος Φρανκενστάιν. Κι όμως κανείς δεν αισθάνεται περίεργα. Επικρατεί ατμόσφαιρα πνευματικής έξαρσης και αισθητικής παλιγγενεσίας -κάτι μου θυμίζει αυτό.
Ουδείς εκ των παρευρισκομένων αντιλαμβάνεται ότι η στάθμη του ύδατος ανέρχεται αργά αλλά σταθερά. (Σ' αυτό το σημείο όμως δεν μας τα λέει καλά ο κύριος Henze. Μας χάλασε την ωραία βραδιά -είδατε τι κάνουν οι κακές παρέες από την Νάπολη και την Κούβα;). Τη στιγμή που το έργο έχει φτάσει στο συναρπαστικό αντάτζιο κον..., κον κάτι, ο ωκεανός καταπίνει απνευστί το φλάουτο, την σονάτα, όλο το νησί και επομένως -δεν είναι δύσκολο να εξαχθεί το συμπέρασμα- τον μαέστρο, τους μουσικούς και τους αφοσιωμένους κοσμικούς και φιλόμουσους. Εξαφανίζονται όλοι και όλες και όλα σε μια κορυφαία στιγμή έκστασης και καλλιτεχνικής ευδαιμονίας.
Η παγκόσμια πρεμιέρα καταλήγει σε παγκόσμιο φινάλε.
Σάκης Παπαδημητρίου
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..