Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
Όλγα Τσαντήλα
«Ο Έλληνας, κυρία μου, πρέπει να αρχίσει να φοράει το καπέλο και για λόγους αισθητικούς και για λόγους υγείας. Μας προστατεύει από την υγρασία, το κρύο και τη βροχή, που προκαλούν ιγμορίτιδα και πονοκεφάλους. Ο ωριλά μαζί με την αντιβίωση συμβουλεύει: «Φόρα και ένα καπέλο! Όσοι το φόρεσαν σώθηκαν. Μία δοκιμή θα σας πείσει».
Το να φορέσεις ένα καπέλο σήμερα θέλει ειδικά αποθέματα αντοχής, για να αντιμετωπίσεις τα πειραχτικά σχόλια, τις εμπνευσμένες ή όχι ατάκες, τα απορημένα βλέμματα του περίγυρου, που προσπαθούν να εξηγήσουν τη ρετρό σου διάθεση. Σε όλους αρέσει και κανείς δεν το φοράει. Όλοι το θεωρούν επιτομή του σοφιστικέ και εκλεπτυσμένου ντυσίματος, αλλά αρκετοί, μόλις το εντοπίσουν σε χώρους διαφορετικούς από τις σελίδες των περιοδικών, τα φιλμ νουάρ ή τις επιδείξεις μόδας, απορούν και εξίστανται: «Μα πού νομίζει ότι βρίσκεται;».
Ο κ. Μαργαρίτης Ιωαννίδης, ιδιοκτήτης του καταστήματος καπέλων «Σταμίων», σπεύδει να με παρηγορήσει: «Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς παρατηρώ στροφή στην αγορά του καπέλου. Οι νέοι άνθρωποι αρχίζουν να το βλέπουν με διαφορετικό μάτι».
Και συνεχίζει, αφηγούμενος μερικές από τις αναμνήσεις του και εν συντομία το ιστορικό της επιχείρησης:
«Ο πατέρας μου Σταμάτης Ιωαννίδης, ιδρυτής της εταιρείας, είναι αυτός που δίνοντας τα αρχικά του ονόματός του σχημάτισε την επωνυμία «Σταμίων», φίρμα που αποτυπώθηκε στις περισσότερες τραγιάσκες που φορέθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Ο «Σταμίων» ξεκινάει το 1917, εποχή που ο πληθυσμός της ήταν ένα εθνολογικό παζλ από Έλληνες, Άγγλους, Γάλλους, Τούρκους, Εβραίους. Ανάμεσα στα τούρκικα φέσια, στα ευρωπαϊκά ημίψηλα και στα εβραϊκά «κιπά», ως αμιγώς ελληνικό ξεχωρίζει το καπέλο των ναυτικών μας, των ψαράδων. Εκείνη την εποχή φοριόταν πολύ η τραγιάσκα και το περίφημο, πλέον, καβουράκι. Τραγιάσκα φορούσε ο αγροτόκοσμος, η επαρχία κυρίως, η οποία ζητούσε ένα κλασικό καπέλο για κάθε μέρα, για τη δουλειά. Το χειμερινό καπέλο, αν και το φορούσαν όλοι, είχε μικρότερη ζήτηση. Τα είδη μας ήταν λαϊκής κατανάλωσης. Όλοι φορούσαν τραγιάσκα «Σταμίων». Τα κατασκευάζαμε εμείς, αλλά για μερικούς καλούς πελάτες που ζητούσαν κάτι πολυτελές, κάναμε και εισαγωγές από την Ιταλία. Οι γυναίκες είχαν τις δικές τους καπελούδες, έτσι από το μαγαζί μας περνούσαν κυρίως άνδρες.
Αλλά την ίδια χρονιά που ξεκίνησε ο «Σταμίων», το 1917, κάηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά. Το εργοστάσιό μας, που βρισκόταν στο Κουλέ Καφέ, καταστράφηκε ολοσχερώς, αλλά το ξαναστήσαμε σε μία εβδομάδα».
«Πριν το '40 είχαμε και την «κουκουβάγια», το γνωστό σχολικό καπέλο των μαθητών της εποχής: έμοιαζε λίγο με το ναυτικό και είχε μία κουκουβάγια με σύρμα επάνω στο γείσο -ήταν σαν τα γερμανικά στρατιωτικά καπέλα. Τα καπέλα-κουκουβάγιες τα κατήργησε ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Στην Κατοχή περιορίστηκε πολύ η δουλειά. Είχαν απομείνει μόνο τρία τέσσερα άτομα στο μαγαζί μας, στην Ίωνος Δραγούμη, σε ένα μικρό γραφειάκι, όπου είχε μεταφερθεί η παραγωγή και η εμπορία. Μετά, από εκεί πήγαμε στο εκατόν πενήντα ένα. Από το 1973 κάναμε και το εργοστάσιο στον δρόμο της Θέρμης, όπου σήμερα βρίσκεται η παραγωγή και η αποθήκη. Όμως το καπέλο, σταδιακά, «έπεφτε». Πριν από περίπου είκοσι χρόνια ήμουν στην Αθήνα και κάποια στιγμή παραπονέθηκα στον Λαμπρόπουλο ότι οι παραγγελίες και η κατανάλωση ήταν ελάχιστες. Με βουτάει από το χέρι και με βγάζει έξω στον δρόμο στη Σταδίου.
«Ας κάτσουμε για 10΄ λεπτά στον δρόμο και ας μετρήσουμε πόσοι φοράνε καπέλο», μου λέει. «Πόσοι πέρασαν με καπέλο; Ούτε ένας», απαντάει μόνος του.
Ο ανταγωνισμός σήμερα είναι μεγάλος και έχουμε διατηρήσει ως είδος παραγωγής μας μόνο τα ψάθινα. Όλα τα άλλα είναι εισαγόμενα».
Για την ιστορία του καπέλου και το αντικείμενο της επιχείρησης μιλάει ο κ. Χαϊδευτός Λαγογιάννης, διευθυντής του πιλοπωλείου «Σταμίων», ο οποίος αναφέρεται με εξαιρετικά ενδιαφέροντα στοιχεία στο curriculum vitae του καπέλου στη Θεσσαλονίκη :
«Σημαντική κατανάλωση είχε το αγροτικό καπέλο, ένα ψάθινο γαζωτό που φορούσαν οι εργάτες στους αγρούς με μεγάλο γείσο, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο.
Η τραγιάσκα ήταν φτιαγμένη από ύφασμα, ενώ το φθηνότερο καβουράκι κατασκευαζόταν από μαλλί και το πιο ακριβό από καστόρ. Οι φτωχοί φορούσαν συνήθως τραγιάσκα και απλό καβουράκι, ενώ οι πιο εύποροι επίσης καβουράκι, αλλά ακριβότερο και πιο κομψό.
Τότε ο κόσμος αγόραζε πέντε με έξι καπέλα τον χρόνο. Το κάθε καπέλο απαιτούσε εξειδικευμένο τεχνίτη, που έπρεπε να ξέρει πώς να το πιάσει, πώς να το δουλέψει, να ξέρει δηλαδή όλη την διαδικασία. Η δουλειά γινόταν στο χέρι χωρίς μηχανές. Για να φτιάξει ένα καπέλο έπρεπε να το περάσει από δέκα διαφορετικά στάδια. Υπήρχε μυστικισμός. Τον τρόπο επεξεργασίας τον γνώριζαν ελάχιστοι, μόνο αυτοί που εργάζονταν μέσα στο εργαστήριο. Τα 15-20 άτομα που δούλευαν μέσα στη βιοτεχνία, έκαναν από 40 έως 50 καπέλα την ημέρα και ήξεραν να χειρίζονται όλες τις ποιότητες, από τις πιο ακριβές μέχρι τις πιο φθηνές. Τα λιγότερο ακριβά τότε, ήταν τα καπέλα ρυζιού, που κατασκευάζονταν από μία λεπτή ταινία ρυζιού, 14 περίπου χιλιοστών, η οποία στη συνέχεια γαζωνόταν. Αυτό το είδος καπέλου σήμερα πουλιέται πολύ ακριβά στις καλύτερες αγορές του κόσμου. Πολυτελέστερα θεωρούνται σήμερα τα καπέλα από λέζα, όπως και από τρίχες αντιλόπης και λαγού».
Το καπέλο υπήρξε πάντα αξεσουάρ-φετίχ της γυναικείας γκαρνταρόμπας τόσο για τις απλές γυναίκες όσο και για τις femmes fatales, που δοκίμαζαν την αυτοπεποίθησή τους σε λαμπρά soirees, σε υποσχετικές εσπερίδες, στη βόλτα και στις κοινωνικές επισκέψεις. Σατέν και αραχνοΰφαντα υφάσματα, μεταξωτές κορδέλες, βελούδινα μπορ, πολύχρωμα άνθη, πολλές φορές όλα αυτά μαζί στο ίδιο καπέλο, που για να αναδειχθεί χρειαζόταν τα επιδέξια δάχτυλα μίας εμπνευσμένης καπελούς, από εκείνες που το ταλέντο τους στόλισε τα γυναικεία κεφάλια της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης.
Με την παρακμή του καπέλου ναυάγησαν μέσα στην ιστορία και οι καπελούδες. Ούτε μία από τις τότε περίφημες καπελούδες δεν ζει σήμερα στη Θεσσαλονίκη. Και με το χαμό τους εξαφανίστηκε και το κατά παραγγελία χειροποίητο γυναικείο καπέλο και η γοητεία του.
«Το γυναικείο καπέλο είχε μεγάλη διαφορά από το ανδρικό», συνεχίζει ο κ. Λαγογιάννης. «Εμείς πάντα συνεργαζόμασταν με τις καπελούδες, οι οποίες είτε έρχονταν και προμηθεύονταν από μας την πρώτη ύλη που ήταν ένα απλό καπέλο, ή έρχονταν πελάτισσες και αγόραζαν το καπέλο και μετά το πήγαιναν στην καπελού για το γαρνίρισμα που μπορούσε να περιλαμβάνει ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς: βελούδα, κορδέλες, υφάσματα, οργάντζες.
Με τον γυναικείο «πίλο» ασχοληθήκαμε κυρίως μετά τον πόλεμο, όταν συνεχιζόταν η ζήτησή του. Σιγά σιγά όμως η κατανάλωσή του έφθινε. Ο κόσμος άλλαζε, το ντύσιμο άρχιζε να γίνεται πιο απλό και δόθηκε έμφαση στο άνετο στυλ.
Στη δεκαετία του '70 αυξήθηκε η ζήτηση του θερινού με την ανάπτυξη του τουρισμού κι εμείς στραφήκαμε στο τουριστικό καλοκαιρινό καπέλο.
Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν αρκετές μικρές επιχειρήσεις από πολύ παλιά που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν καπέλα, όταν αυτά ήταν ακόμη είδος ευρείας καταναλώσεως. Οι περισσότερες από αυτές και άλλες αντίστοιχες με τη δική μας επιχειρήσεις με τα χρόνια έκλεισαν».
«Από πολύ παλιά υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη εργοστάσια όπως του Αριανούτσου και στην Αθήνα το Πιλ-Πολ. Μέχρι και το '50 το καπέλο φοριόταν καθημερινά», θυμάται ο κ. Ιωάννης Μπονέλης, απόγονος του Δαμιανού Μπονέλη, ο οποίος με την πρώτη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, το 1928, εγκαινιάζει το κατάστημα Boneli, χώρο που αρχικά ξεκίνησε ως καθαριστήριο καπέλων. Με τα χρόνια, αλλά και την ευρεία κατανάλωση καπέλων, το μαγαζί αρχίζει να επεκτείνεται και στην εμπορία του είδους με εισαγωγές από Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία.
«Το καλοκαιρινό ψαθάκι», θυμάται ο κ. Μπονέλης «λεγόταν «παναμάς», γιατί η ψάθα του ερχόταν από τον Παναμά. Ήταν ένα πολύ ακριβό και χαρακτηριστικό ολοστρόγγυλο μπομπέ -χωρίς κοίλωμα δηλαδή- καπέλο με σπάσιμο στη μέση. Ο «παναμάς» ξεχώριζε γιατί είχε αυτό το χαρακτηριστικό στυλ με το κατεβασμένο γείσο, που κάλυπτε ελαφρώς το πρόσωπο.
Άλλο ιδιαίτερο σχέδιο ήταν το «Μπορσαλίνο» από καστόρι, ίσως το πιο ακριβό. Το «Μπορσαλίνο» ξεχώριζε ως στυλ, υπήρχε όμως και φίρμα «Borsalino» στην Ιταλία που δυστυχώς έκλεισε. Αντίστοιχα εργοστάσια ήταν το αυστριακό «Habig» και το αμερικάνικο «Station».
«Το καπέλο όμως, πέρα από το γούστο, τη μόδα, τις ποιότητες και το στυλ, έχει και καθαρά πρακτική αξία: είναι παράλληλα ένα τέλειο προστατευτικό αξεσουάρ, που μας προφυλάσσει από την υγρασία, το κρύο, κάτι το οποίο δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη. Αν και ο Έλληνας έχει παρεξηγήσει πολύ το καπέλο, με μεγάλη μου χαρά βλέπω νέα παλικάρια και κοπέλες να το ζητούν. Βέβαια, όχι το κλασικό καπέλο της γιαγιάς με το βέλο, αλλά σχέδια μοντέρνα, απλά, ευκολοφόρετα, που μπορούν να μεταφερθούν, να διπλωθούν, όπως τα μπερεδάκια. Γενικά η νεολαία έχει μεταστραφεί ευτυχώς, έστω και προς το σπορ».
Έχει δίκιο ο κ. Μπονέλης. Αυτή η μεταστροφή πράγματι ισχύει. Παίρνω ένα πλατύγυρο από τη βιτρίνα, το φορώ επιδεικτικά, θεατρικά, και σπεύδω στον καθρέφτη. Ποζάρω με φιλαρέσκεια. Δεν είμαι ίδια η Γκρέτα Γκάρμπο;
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..