Ενενήντα Επτά - To Περιοδικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας |
... Και συμπόσιον ήδιστον...
ΑΓ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ 1994. Το χρονικό μιας συγκλονιστικής αποκάλυψης.
Την άνοιξη του 1994 η ΙΣΤ' Εφορεία Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στον μεγάλο τύμβο που υψώνεται στο ανατολικό όριο του Δήμου Αγ. Αθανασίου, 25 χλμ. δυτικά της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο, δίπλα σχεδόν σε έναν μακεδονικό τάφο με ιωνική πρόσοψη, που είχε αποκαλυφθεί το 1970 στην τότε ιδιοκτησία της «Βέτλανς-Νάουσα» (το εργοστάσιο δεν λειτουργεί σήμερα και όλη η έκταση είναι πια κοινόχρηστη). Γύρω στα 600μ. νοτιότερα υψώνεται ένας ακόμη τύμβος, ο οποίος την προηγούμενη δεκαετία είχε γίνει στόχος έντονης αρχαιοκαπηλικής δράσης αλλά και παράνομης αμμοληψίας.
Η ανασκαφική έρευνα των ταφικών τύμβων της περιοχής Αγ. Αθανασίου, η διαμόρφωση και ενοποίησή τους σε ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, είχε ενταχθεί ήδη από το 1992 στο πρόγραμμα των έργων της Εφορείας μας, ενόψει της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Την έναρξη όμως της ανασκαφής στον συγκεκριμένο χώρο επέσπευσε η επικείμενη επέκταση του πολεοδομικού σχεδίου του οικισμού του Αγ. Αθανασίου προς ανατολάς, που απειλούσε με οικοπεδοποίηση ως και τις παρυφές του τύμβου.
Κατά τον σχεδιασμό της ανασκαφής, προβληματιστήκαμε έντονα για τον τρόπο διερεύνησης του επιβλητικού γήινου όγκου, που δέσποζε στην περιοχή με ύψος σχεδόν είκοσι μέτρα και διάμετρο περίπου εκατό. Με την επίγνωση ότι και ο ίδιος ο τύμβος αποτελούσε ένα μνημείο, ένα σημαντικό τεχνικό επίτευγμα της εποχής του, θέσαμε ως βασική αρχή τον εντοπισμό των όποιων κτισμάτων κάλυπτε με την κατά το δυνατό μικρότερη καταστροφή του.
Η αρχική κιόλας δοκιμαστική τομή, κατά μήκος της ανατολικής παρειάς του τύμβου, έφερε στο φως δύο ασύλητους τάφους του τέλους του 4ου / αρχών του 3ου αι. π.Χ., με σημαντικότατα ευρήματα που πλουτίζουν τις γνώσεις μας για την κοινωνία και τα ταφικά έθιμα της εποχής. Ο πρώτος ήταν ένας απέριττος κιβωτιόσχημος τάφος, όπου είχε τοποθετηθεί ο νεκρός συνοδευόμενος από αγαπημένα αντικείμενα της καθημερινής ζωής αλλά και τον οπλισμό του. Ανάμεσά τους σιδερένιες στλεγγίδες και δόρατα, καθώς και δύο ζεύγη χάλκινα σπιρούνια, κτερίσματα όχι ιδιαίτερα συνηθισμένα, που υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για έναν νεαρό πολεμιστή, έναν ιππέα πιθανότατα, του επίλεκτου σώματος του μακεδονικού στρατού.
Λίγο βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα δεύτερο ταφικό κτίσμα με ιδιόμορφη πρόσοψη, που μιμείται πρόσοψη μακεδονικού τάφου. Επάνω σε κτιστό βάθρο στο βάθος του τάφου, άθικτη από τον χρόνο και από βέβηλα χέρια, έστεκε μία ασημένια λάρνακα με μοναδικό διάκοσμο δύο δισκάρια με οκτάκτινα αστέρια. Στο εσωτερικό της, ευλαβικά χέρια είχαν εναποθέσει τα καμένα οστά μιας γυναίκας τυλιγμένα σε χρυσοπόρφυρο ύφασμα.
Στη συνέχεια προχωρήσαμε σε περιφερειακές τομές, με συνεχή μελέτη της στρωματογραφίας, που χρησίμευε ως οδηγός για τον εντοπισμό του κεντρικού μνημείου. Χρειάστηκαν ωστόσο δύο ακόμη μήνες εντατικών προσπαθειών μέχρι να αποκαλυφθεί στο κέντρο ακριβώς του τεράστιου τύμβου και σε βάθος δώδεκα μέτρων από την κορυφή του, η καμάρα ενός μικρού μονοθάλαμου μακεδονικού τάφου, που τα ανασκαφικά δεδομένα χρονολογούν στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. Και, παρά την πικρή διαπίστωση ότι οι αδίστακτοι τυμβωρύχοι είχαν και πάλι προηγηθεί, η απογοήτευσή μας ήταν στιγμιαία. Η κατάγραφη με τοιχογραφίες πρόσοψη του μνημείου, με τα εκπληκτικά χρώματα και, ευτυχώς, ελάχιστες φθορές, υπήρξε η καλύτερη ανταμοιβή.
Το αέτωμα του τάφου κοσμούν μυθικοί γρύπες με ολόχρυσα φτερά, ενώ σε μία στενή ζωφόρο επάνω από το θυραίο άνοιγμα ξετυλίγεται μια σκηνή συμποσίου, τόσο οικεία από τις φιλολογικές μαρτυρίες και την αγγειογραφία, αλλά για πρώτη φορά τόσο ζωντανά κοντά μας. Είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που διαγράφονται οι μορφές, ανάγλυφες σχεδόν, καθώς το σκούρο φόντο αναδεικνύει τη χρωματική πανδαισία.
Στο κέντρο της παράστασης έξι στεφανωμένοι άνδρες, γερμένοι αναπαυτικά σε τρεις κλίνες με πολύχρωμα καλύμματα, απολαμβάνουν τη μουσική της κιθάρας και του δίαυλου που κρατούν οι δύο μοναδικές γυναικείες φιγούρες. Μπροστά στις κλίνες προβάλλουν τρία τραπεζάκια φορτωμένα με φρούτα και γλυκίσματα, ενώ ένας νεαρός οινοχόος περιμένει έτοιμος να γεμίσει τα κύπελλα με κρασί. Στη βασική αυτή σκηνή έρχονται να προστεθούν δύο ακόμη ομάδες: από τα αριστερά πλησιάζει μία μάλλον θορυβώδης παρέα έφιππων και πεζών συμποσιαστών, μεταφέροντας μάλιστα και σκεύη με τη συνεισφορά τους στην οινοποσία. Στο δεξί άκρο της ζωφόρου η ατμόσφαιρα είναι πιο ήρεμη, καθώς οκτώ νέοι, ακουμπώντας χαλαρά στα δόρατα και τις κατάκοσμες ασπίδες, παρακολουθούν τη σκηνή σιγομιλώντας μεταξύ τους. Τα στοιχεία του οπλισμού και της ενδυμασίας και ιδιαίτερα το χαρακτηριστικό κάλυμμα της κεφαλής, η γνωστή μακεδονική «καυσία», δεν αφήνουν αμφιβολία για την ταύτισή τους με οπλίτες του μακεδονικού στρατού.
Συγκλονιστική ήταν στη συνέχεια η αποκάλυψη δύο ακόμη μορφών νέων που, τυλιγμένοι στις μακριές χλαμύδες και τη θλίψη τους, στέκουν σιωπηλοί δίπλα στην είσοδο του τάφου, αιώνιοι φρουροί του νεκρού ίσως συμπολεμιστή τους. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον τάφο ενός επιφανούς μακεδόνα στρατιωτικού, όπως δηλώνουν και τα υπολείμματα του οπλισμού που βρέθηκαν στον κατασπαραγμένο από τους αρχαιοκάπηλους θάλαμο.
Η άσχημη κατάσταση του εσωτερικού δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της ανασκαφής. Άλλωστε, εκτός από τη συντήρηση των μοναδικών τοιχογραφιών, που ξεκίνησε άμεσα, προείχε η στατική μελέτη και στερέωση του μνημείου, καθώς και η συνολική πρόταση διαμόρφωσης του χώρου και αποκατάστασης του τύμβου, που διατηρείται ανέπαφος στο μεγαλύτερο μέρος του. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όλο αυτό το διάστημα, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και συντηρητές, δίνουμε πραγματική μάχη με τον χρόνο, τις καιρικές συνθήκες και τα συνήθη γραφειοκρατικά προβλήματα που ανακύπτουν κάθε στιγμή.
Ουσιαστικός αρωγός στην προσπάθειά μας και μοναδικός μέχρι στιγμής χρηματοδότης είναι ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, που έχει αγκαλιάσει το έργο, κατανοώντας τη σημασία που θα έχει η έγκαιρη απόδοση στο κοινό ενός τόσο σημαντικού μνημείου, με την ταυτόχρονη διαμόρφωση του ευρύτερου αρχαιολογικού πάρκου. Είναι βέβαια μακρύς ο δρόμος για την ολοκλήρωση, είναι όμως ενθαρρυντικό ότι οι βασικές διαδικασίες βρίσκονται πια σε εξέλιξη. Πέρα από κάθε αμφιβολία, το οφείλουμε το έργο αυτό στην πόλη μας και στη Μακεδονία. Το οφείλουμε πάνω απ' όλα στο ίδιο το μνημείο που αναδύθηκε από την μακεδονική γη, την τελευταία κατοικία ενός άνδρα, που ίσως δεν μάθουμε ποτέ το όνομά του, η εικόνα του όμως διαγράφεται καθαρά στα λόγια του Πλουτάρχου:
«του αυτού ανδρός εστίν και φάλαγγα συστήσαι φοβερωτάτην και συμπόσιον ήδιστον, αμφότερα γαρ ευταξίας είναι».
Μαρία Τσιμπίδου - Αυλωνίτη
Αρχαιολόγος
Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα..