ΕΚΘΕΣΗ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
Aπό τις 27 Φεβρουαρίου
(ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ)
Για πρώτη φορά στη Βόρειο Ελλάδα, το κοινό έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με το έργο ενός από τους κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς του Εικοστού αιώνα, του Νίκου Εγγονόπουλου. Η έκθεση 57 πινάκων και σχεδίων του μεγάλου υπερρεαλιστή ζωγράφου και ποιητή, που διοργανώνει ο Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη 1997», άνοιξε στις 27 Φεβρουαρίου τις πύλες της, παρουσία της συζύγου του Εγγονόπουλου Ελένης και της κόρης του Εριέττης, που επιμελήθηκαν την οργάνωσή της.
Πενήντα επτά συνολικά έργα του Εγγονόπουλου (πίνακες και σχέδια), τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές, συγκεντρώθηκαν από το περασμένο καλοκαίρι για να αποτελέσουν το υλικό της έκθεσης. Αρκετά από τα σχέδια έρχονται για πρώτη φορά «στο φως», μια και η οικογένεια του Εγγονόπουλου τα «ανακάλυψε» στο ατελιέ του μεγάλου ζωγράφου κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της έκθεσης.
«Είμαι βέβαιος ότι το κοινό της Θεσσαλονίκης θα αγκαλιάσει με πολλή αγάπη αυτή την πρωτοβουλία του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και θα απολαύσει την ευρηματικότητα και τα σουρρεαλιστικά παιχνίδια του μεγάλου και ωραίου αυτού Έλληνα», τόνισε, παραφράζοντας έναν από τους γνωστότερους στίχους του Εγγονόπουλου, ο Πρόεδρος του Οργανισμού κ. Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, Δήμαρχος Θεσσαλονίκης. «Νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής», συνέχισε, «που εγκαινιάζω αυτήν την, πρώτη στη Μακεδονία έκθεση αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας, που ήταν, αναμφίβολα, ένας ξεχωριστός άνθρωπος της γενιάς του. Ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει κοντά σε δημιουργούς που συνδέθηκαν με το ζήτημα της Ελληνικότητας, όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, αλλά έχοντας αυτός ο ίδιος εκείνη την τεράστια δύναμη να δεχθεί και να αφομοιώσει τα πρωτοποριακά μηνύματα της εποχής του».
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του 30, γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 1907 και πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985. Γόνος αστικής οικογένειας, ολοκλήρωσε τη βασική του εκπαίδευση στο Παρίσι και μετά τη στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε ως τραπεζικός και κατόπιν ως δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1932 άρχισε σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και με δάσκαλους τον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Φώτη Κόντογλου μυήθηκε στη ζωγραφική και κυρίως στη βυζαντινή τέχνη. Την εποχή αυτή γνωρίζεται με τους Ι. Τσαρούχη, Γ. Μόραλη, Δ. Διαμαντόπουλο, Α. Εμπειρίκο και Τζ. Ντε Κίρικο .
Αρχικά ασχολήθηκε με τη λαϊκή αρχιτεκτονική των παραδοσιακών σπιτιών της Δυτικής Μακεδονίας, θέμα και της πρώτης επίσημης παρουσίας του ως ζωγράφου, το 1938. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν». Η ποίησή του είναι βαθιά επηρεασμένη από τον Σολωμό, τον Χέντερλικ, τον Μπωντλαίρ, τον Καβάφη και τον Εμπειρίκο. Από το 1945 αρχίζει να εργάζεται στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου αναγορεύεται, το 1969, τακτικός καθηγητής στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος δημοσίευσε, κατά καιρούς, πλήθος ποιημάτων, άρθρων και μελετών σε διάφορα λογοτεχνικά και εικαστικά περιοδικά. Παράλληλα σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια για πολλές θεατρικές παραστάσεις. Ζωγραφικά του έργα παρουσιάστηκαν, σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις, στη Νέα Υόρκη, τη Ρώμη, την Οττάβα, τις Βρυξέλλες, το Τορίνο και αλλού. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιεννάλε της Βενετίας. Το 1983 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη. Τιμήθηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης, δύο φορές, το 1958 και το 1979.
«Ειμαι ιδιαίτερα ενθουσιασμένη για την υποδοχή των Θεσσαλονικέων στην έκθεση» τόνισε με έμφαση η Ελένη Εγγονοπούλου. «Δουλέψαμε επί πολλούς μήνες με μεράκι, μαζί με την Εριέττη, για να επιτύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα», συμπλήρωσε, ενώ η κόρη του μεγάλου δημιουργού, πρόσθεσε: «Όσο περνούσαν οι μήνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης της έκθεσης, μεγάλωνε το πάθος μας να παρουσιάσουμε κάτι όσο το δυνατόν καλύτερο. Εργασθήκαμε με πολλή μεθοδικότητα ώστε κάθε αίθουσα της Πινακοθήκης να έχει τη δική της λειτουργικότητα και η συνολική εικόνα να αποδίδει πλήρως όλες τις φάσεις της δημιουργικής πορείας του καλλιτέχνη».